- επισφάλεια
- ἐπισφάλεια, ἡ (Α) [επισφαλές]αβεβαιότητα, αστάθεια, επικίνδυνη κατάσταση («πρόχειρον ἔχειν ἐν ταῑς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισφαλείᾳ — ἐπισφαλείᾱͅ , ἐπισφάλεια precariousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφάλειαν — ἐπισφάλεια precariousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)